συγκριτικοῦ

συγκριτικοῦ
συγκριτικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • αρείων — ἀρείων ( ονος), ον (Α) (χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός πρβλ. άριστος) 1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο 2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς… …   Dictionary of Greek

  • καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… …   Dictionary of Greek

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • αμείνων — ἀμείνων ( ονος), ον (Α) συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός 1. ικανότερος, γενναιότερος 2. προτιμότερος, ωφελιμότερος 3. τὰ ἀμείνω το σωστό, το δίκαιο 4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… …   Dictionary of Greek

  • κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… …   Dictionary of Greek

  • πιο — και πλιο και μπλιο, Ν (ποσοτ. επίρρ.) 1. (γενικά) πλέον, περισσότερο 2. (ειδικά) (χωρίς αρθρ.) χρησιμοποιείται κυρίως για τον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού τών επιθέτων και τών επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. πιο ωραίος ωραιότερος, πιο ψηλά ψηλότερα,… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”